- ἀγκυλοειδής
- ἀγκυλοειδής, ές,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγκυλοειδής — ἀγκυλοειδής, ές (Α) ελικοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλη + ειδής < εἶδος] … Dictionary of Greek
ἀγκυλοειδῶς — ἀγκυλοειδής winding adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
παροσφρητικός — ή, ό φρ. «παροσφρητική αύλακα» ανατ. αγκυλοειδής αύλακα που χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο λοβό τής περιφερειακής χώρας τού ρινεγκεφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οσφρητικός] … Dictionary of Greek